καταγεωμετρώ

καταγεωμετρώ
καταγεωμετρῶ, -έω (AM)
μετρώ κάτι σύμφωνα με τους κανόνες τής γεωμετρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + γεωμετρῶ «μετρώ, υπολογίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”